Παραπομπή ζητήματος συνταγματικότητας στην Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 161 παρ. 1 του ν. 4700/2020. Κατάργηση, με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 4488/2017, της διάταξης της περίπτωσης β΄ του άρθρου 62 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 169/2007), με συνέπεια την απόληψη από επίορκο υπάλληλο, παρανομήσαντα σε βάρος του δημοσίου ή ν.π.δ.δ. και αμετακλήτως καταδικασθέντα, σύνταξης του αυτού ύψους με τον ευόρκως υπηρετήσαντα. Η νέα ρύθμιση δεν τελεί σε αντίθεση με τη συνταγματική αρχή της ισότητας (4 παρ. 1 Συντ.) και την απορρέουσα από αυτή αρχή της αξιοκρατίας. Σαφής δικαιοπολιτική επιλογή του νομοθέτη να αποσυνδέσει πλήρως την ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά των υπαλλήλων από την οιασδήποτε έκτασης (ολική ή μερική) οριστική απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η ρύθμιση αυτή δεν δύναται να θεωρηθεί ότι εξομοιώνει αυθαίρετα ευόρκως υπηρετήσαντες και επίκορκους υπαλλήλους, δοθέντος ότι και ο επίορκος υπάλληλος παρείχε επί μακρόν υπηρεσίες επί τη βάσει νομίμως συσταθείσας δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης, διαθέτοντας τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα της θέσης του, έχοντας καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές και έχοντας συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης από το Δημόσιο. Η ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά των υπαλλήλων δεν συνιστά πρόσφορο κριτήριο δυνάμενο να δικαιολογήσει, κατά τρόπο συνταγματικώς ανεκτό, την εξαίρεση τους από το δικαίωμα σύνταξης. Τυχόν αναλογική μείωση του ύψους της σύνταξης αμετακλήτως καταδικασθέντος υπαλλήλου που προέβη σε έκνομες δραστηριότητες κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, θα συνιστούσε πράξη νομοθέτησης και, επομένως, ανεπίτρεπτη (άρθρο 26 Συντ.) επέμβαση του δικαστή στα έργα της νομοθετικής εξουσίας.
Αντίθετη μειοψηφία: Σε συνέχεια της διαπιστούμενης αντισυνταγματικότητας και ελλείψει ειδικής προς τούτο νομοθετικής ρύθμισης -και μέχρι τη θέσπιση αυτής- στο πλαίσιο της παροχής δικαστικής προστασίας και εφαρμογής των γενικών αρχών της αναλογικότητας και της αναλογικής ισότητας, το Δικαστήριο δύναται να προβεί σε πρωτογενή καθορισμό του ύψους της καταβλητέας σύνταξης.
Νομίμως δεν συνυπολογίσθηκε στη συνολική συντάξιμη υπηρεσία του εκκαλούντος μέλους ΔΕΠ ΑΕΙ το χρονικό διάστημα αφότου αυτός τέθηκε σε υποχρεωτική αποχή από τα καθήκοντά του κατ’ εφαρμογή του άρθρου 331 παρ. 2 του ν. 5343/1932 και μέχρι τη λύση αυτοδικαίως της υπηρεσιακής σχέσης του με το Πανεπιστήμιο λόγω συμπλήρωσης του προβλεπόμενου ορίου ηλικίας. Το ως άνω χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν παρασχέθηκε πραγματική δημόσια υπηρεσία, συνιστά χρόνο «αργίας» κατά την έννοια της παραγράφου 7 του άρθρου 11 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα και, για τον λόγο αυτόν, δεν δύναται να λογισθεί συντάξιμο. Δεν πληρούται, εξάλλου, εν προκειμένω η τιθέμενη στην τελευταία διάταξη προϋπόθεση (επιγενόμενη αθώωση ή απαλλαγή) για την κατ’ εξαίρεση θεώρηση του χρόνου αυτού ως συνταξίμου, καθόσον, όπως ο ίδιος ο εκκαλών συνομολογεί με το υπόμνημα, η ποινική καταδίκη του κατέστη αμετάκλητη με απόφαση του Αρείου Πάγου. Η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης χώρησε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, χωρίς να προδικάζει κατ’ ουδένα τρόπο την ενοχή του εκκαλούντος προ της επέλευσης του αμετακλήτου τής ποινικής καταδίκης του, συνεπώς δεν εγείρεται ζήτημα παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητάς. Είναι νομικώς αδιάφορη ως προς το κρίσιμο ζήτημα η επιγενόμενη απονομή χάρης στον εκκαλούντα με προεδρικό διάταγμα, δοθέντος ότι δεν αναιρεί ούτε επηρεάζει την εγκυρότητα και νομιμότητα της θέσης του σε υποχρεωτική αποχή και τη λόγω αυτής διακοπή της προσμέτρησης του αντίστοιχου διαστήματος ως συντάξιμης υπηρεσίας.
Αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης, με την οποία απερρίφθη έφεση κατά απορριπτικής πράξης για κανονισμό στην αναιρεσείουσα της κατά μεταβίβαση σύνταξης του θανόντος συζύγου της, με την αιτιολογία ότι δεν συνέτρεχαν στην περίπτωσή της οι προϋποθέσεις του άρθρου 12 παρ. 2 περ. δ΄ του ν. 4387/2016, καθόσον ο θάνατος του συζύγου της επήλθε πριν την πάροδο εξαμήνου από την τέλεση του εξ ανασυστάσεως γάμου τους. Η διαφοροποίηση της συνταξιοδοτικής μεταχείρισης των εξ ανασυστάσεως γάμων, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει διάρκεια έξι μηνών μέχρι τον θάνατο του αποβιώσαντος συζύγου, σε σχέση με εκείνους που έχουν διαρκέσει τουλάχιστον έξι μήνες αντίκειται στην αρχή της ισότητας, στην αρχή της αναλογικότητας και στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού το εν λόγω κριτήριο δεν σχετίζεται με οποιαδήποτε ουσιαστική διαφοροποίηση των δύο κατηγοριών εξ ανασυστάσεως γάμων και δεν είναι πρόσφορο για την πλήρη αποστέρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος του επιζώντος συζύγου (σκ. 4-10). Συνεπώς, πρέπει να εφαρμοσθούν και για την κατηγορία των επιζώντων συζύγων εξ ανασυστάσεως γάμου, που δεν έχει συμπληρώσει χρονική διάρκεια έξι μηνών, οι διατάξεις που ισχύουν για τους συμπληρώσαντες την εν λόγω χρονική διάρκεια, οι οποίοι δικαιούνται σύνταξη, όταν οι τελεσθέντες γάμοι, δηλαδή αρχικός και εξ ανασυστάσεως κατά τον οποίο απεβίωσε ο σύζυγος, έχουν διαρκέσει συνολικά τουλάχιστον πέντε χρόνια. Αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση, κρατεί και δικάζει την έφεση. Ακυρώνει την προσβληθείσα πράξη και παραπέμπει στην αρμόδια Διεύθυνση του e-Ε.Φ.Κ.Α. για τον κανονισμό της σύνταξης.
Αντίθετη μειοψηφία (σκ. 20): Δεν παραβιάζονται οι συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, αλλά τίθεται ως προϋπόθεση μια εύλογη και σχετικά μικρή χρονική διάρκεια του δεύτερου γάμου, για την αποτροπή τέλεσης εικονικών γάμων μεταξύ των ίδιων προσώπων για δεύτερη φορά με μοναδικό σκοπό τη συνταξιοδότησή του επιζώντος μετά τον θάνατο του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου συζύγου.
Τίτλος: Κανονισμός σύνταξης σε πρώην στρατιώτη, κατά τις διατάξεις περί παθόντων εξαιτίας της υπηρεσίας. Μεταξύ της υπηρεσίας και του παθήματος πρέπει να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος. Δεσμευτικότητα γνωμάτευσης της Α.Σ.Υ.Ε.
……………………………………………………
Έφεση κατά πράξης απορριπτικής αίτησης κανονισμού σύνταξης σε πρώην στρατιώτη, κατά τις διατάξεις του ΚΠΣΣ περί παθόντων εξαιτίας της υπηρεσίας. Μη μόνιμος στρατιωτικός, που κατατάχθηκε στις Ένοπλες Δυνάμεις μετά την 1.1.1993, δικαιούται σύνταξη από το Δημόσιο, εάν απομακρύνθηκε από τις τάξεις του στρατού, επειδή κατέστη σωματικά ή διανοητικά ανίκανος σε ποσοστό 50% τουλάχιστον, από τραύμα ή νόσημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας του, υπό την έννοια ότι υπάρχει μεταξύ της υπηρεσίας και του παθήματος αιτιώδης σύνδεσμος, κατά τρόπο μάλιστα πρόδηλο και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση. Σε περίπτωση δε παθήματος απότοκου τραυματισμού, η γνωμάτευση της Α.Σ.Υ.Ε., εφόσον είναι ομόφωνη, έχει εκδοθεί κατά το νόμο και περιέχει επαρκή αιτιολογία, είναι υποχρεωτική για τα αποφασίζοντα ή δικαιοδοτούντα επί των συντάξεων όργανα μόνον ως προς τα ιατρικής φύσης θέματα της αρμοδιότητάς της, ενώ για το πραγματικό γεγονός της σχέσης του τραυματισμού προς την υπηρεσία του παθόντος και για την τυχόν ύπαρξη βαρέως πταίσματος στη συμπεριφορά του παθόντος αποφαίνονται τα όργανα που δικαιοδοτούν επί των συντάξεων μετά από εκτίμηση των νόμιμων αποδεικτικών στοιχείων του φακέλου. Κρίση ότι, εν προκειμένω, η γνωμάτευση της Α.Σ.Υ.Ε. δεν παρίσταται ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη και, συνεπώς, δεν είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο. Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης προκειμένου να διευκρινιστεί από το Γ.Ε.Σ. η τυχόν ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του συμβάντος και του παθήματος του εκκαλούντος κατά την αντικατάστασή του στα καθήκοντα του σκοπού. Αναπέμπει τον συνταξιοδοτικό φάκελο του εκκαλούντος στην Α.Σ.Υ.Ε. προς νέα ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη γνωμάτευση.
Τίτλος: Σύνταξη κατά μεταβίβαση επιζώντος συζύγου θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Δημοσίου. Αναγκαίος όρος η συμπλήρωση τριετούς ή πενταετούς διάρκειας έγγαμης συμβίωσης. Συνταγματικότητα ρύθμισης. Κρίσιμος για την ιδιότητα του αποβιώσαντος ως ασφαλισμένου ή συνταξιούχου ο χρόνος του θανάτου του, ανεξαρτήτως αν είχε την ιδιότητα αυτή κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου. Η διαφοροποίηση ως προς την ελάχιστη απαιτούμενη διάρκεια του έγγαμου βίου μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών συνταξιούχων του Δημοσίου δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας.
……………………………………………………
Έφεση κατά πράξης απορριπτικής αίτησης κανονισμού σύνταξης κατά μεταβίβαση σε χήρα αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου, με την αιτιολογία ότι δεν συμπληρώθηκε η απαιτούμενη πενταετία από την ημερομηνία γάμου έως την ημερομηνία θανάτου του συζύγου της. Η προϋπόθεση της συμπλήρωσης τριετούς ή πενταετούς διάρκειας έγγαμης συμβίωσης έως τον επελθόντα θάνατο του ασφαλισμένου ή του συνταξιούχου, ως αναγκαίος όρος για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού κατά μεταβίβαση δικαιώματος υπέρ του επιζώντος συζύγου θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Δημοσίου είναι, εφόσον δεν αποκτήθηκε κατά τον γάμο τέκνο, δεν αντίκειται σε συνταγματικές ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις. Η ιδιότητα του αποβιώσαντος ως ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, που συναρτάται με την προϋπόθεση της τριετούς ή πενταετούς διάρκειας, αντίστοιχα, του έγγαμου βίου, είναι αυτή που φέρει ο αποβιώσας κατά το χρόνο θανάτου του και, συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί κάποιος συνταξιούχος, εάν κατά τον χρόνο του θανάτου του ήταν δικαιούχος σύνταξης, έστω και αν δεν είχε την ιδιότητα αυτή κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου. Κρίση ότι η θεσπισθείσα διαφοροποίηση της συνταξιοδοτικής μεταχείρισης των επιζώντων συζύγων στρατιωτικών συνταξιούχων, που εξακολουθούν να υπάγονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου, έναντι των επιζώντων συζύγων συνταξιούχων, που εντάχθηκαν στο καθεστώς του e-ΕΦΚΑ, αναφορικά με την ελάχιστη απαιτούμενη διάρκεια του έγγαμου βίου, δεν αντίκειται στην κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, καθόσον οι πρώτοι, ως παθόντες εξαιτίας της υπηρεσίας, δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες με τους επιζώντες συζύγους των λοιπών κατηγοριών συνταξιούχων του Δημοσίου που εντάχθηκαν στο καθεστώς του e-ΕΦΚΑ. Απορρίπτει την έφεση.
Τίτλος: Σύνταξη κατά μεταβίβαση σε χήρα αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου εφόσον ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως γάμος αυτής και του θανόντος συζύγου της έχουν διαρκέσει συνολικά τουλάχιστον τρία έτη, χωρίς να απαιτείται να συντρέχει και η πρόσθετη προϋπόθεση της εξάμηνης χρονικής διάρκειας του ανασυσταθέντος γάμου.
……………………………………………………
Έφεση κατά πράξης απορριπτικής αίτησης κανονισμού σύνταξης κατά μεταβίβαση σε χήρα αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου, με την αιτιολογία ότι ο θάνατος του συζύγου της επήλθε πριν την πάροδο τριών ετών από την τέλεση του γάμου τους. Για την κατά μεταβίβαση συνταξιοδότηση του επιζώντος συζύγου προϋποτίθεται η κατ’ ελάχιστον συνεχής πενταετής, και ήδη τριετής, διάρκεια του γάμου προ της επέλευσης του θανάτου. Ο κανόνας αυτός κάμπτεται, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση ανασύστασης προϋφιστάμενου γάμου, όπου για τη συμπλήρωση της ελάχιστης απαιτούμενης τριετούς διάρκειας της έγγαμης συμβίωσης προσμετράται και ο εξ ανασυστάσεως γάμος που διήρκεσε τουλάχιστον ένα εξάμηνο. Κρίση ότι η προϋπόθεση της εξάμηνης αυτοτελούς διάρκειας του εξ ανασυστάσεως γάμου αντίκειται στην κατ΄ άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, καθόσον, ούτε από τη γραμματική αλλ’ ούτε και από την τελολογική ερμηνεία της σχετικής διάταξης, προκύπτει αποχρών λόγος, ικανός να δικαιολογήσει την ουσιαστική διαφοροποίηση των κατηγοριών αυτών γάμων. Για την συνταξιοδότηση χήρας λόγω θανάτου του συζύγου της απαιτείται και αρκεί ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως γάμος αυτής και του θανόντος συζύγου της να έχουν διαρκέσει συνολικά τουλάχιστον τρία έτη, ενώ δεν απαιτείται να συντρέχει και η πρόσθετη προϋπόθεση της εξάμηνης χρονικής διάρκειας του ανασυσταθέντος γάμου. Δεκτή η έφεση.
Τίτλος: Ανάκληση παράνομης συνταξιοδοτικής πράξης. Αυτεπάγγελτη αναπροσαρμογή σύνταξης στρατιωτικού συνταξιούχου. Αναλογικότητα. Επέμβαση στο δικαίωμα της περιουσίας κατ’ άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ. Εύλογος χρόνος εντός του οποίου η συνταξιοδοτική διοίκηση μπορεί να προσδώσει αναδρομική ισχύ στις ανακλητικές πράξεις.
Περίληψη: Πράξεις αυτεπάγγελτης αναπροσαρμογής της σύνταξης στρατιωτικών συνταξιούχων. Η παράλειψη του συνταξιοδοτικού νομοθέτη να θέσει, στο πλαίσιο του άρθρου 66 παρ. 4 του Κ.Π.Σ.Σ., χρονικά όρια ως προς την ανάκληση τυχόν παράνομων συνταξιοδοτικών πράξεων θεραπεύεται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου μόνου του α.ν. 261/1968. Κατά τη στάθμιση πρέπει να διασφαλίζεται μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ του σκοπού δημοσίου συμφέροντος που υπηρετείται με την ανάκληση παράνομης συνταξιοδοτικής πράξης και της προστασίας των δικαιωμάτων του θιγόμενου συνταξιούχου. Κατά το μέρος που τα οικονομικά αποτελέσματα των προσβαλλόμενων πράξεων ορίστηκε να επέλθουν αναδρομικά, από την ημερομηνία έναρξης πληρωμής της σύνταξης με τις ανακληθείσες πράξεις, τούτο υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο, εντός του οποίου η διοίκηση μπορούσε να προσδώσει αναδρομική ισχύ στις ανακλητικές πράξεις, διότι οι εκκαλούντες τελούσαν σε καλή πίστη κατά την έκδοση των ανακληθεισών πράξεων, οι δε προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν μετά από επανεκτίμηση γνωστών στη συνταξιοδοτική διοίκηση δεδομένων, ενώ ο μειωτικός ανακαθορισμός της σύνταξής τους αναδρομικά για χρονικό διάστημα περίπου 8 ετών και η συνακόλουθη αναζήτηση των ανωτέρω ποσών επιφέρουν δυσανάλογη μεταβολή της συνταξιοδοτικής τους κατάστασης για το χρονικό αυτό διάστημα και αντιβαίνουν στο άρθρο 1 του Π.Π.Π. της ΕΣΔΑ και στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Δεκτές εν μέρει οι εφέσεις.
Έφεση πολιτικού συνταξιούχου κατά τροποποίησης της αρχικής πράξης κανονισμού σύνταξής του, με την οποία αναπροσαρμόσθηκε (μειώθηκε) η σύνταξή του αναδρομικά από την ημερομηνία έναρξης πληρωμής αυτής, με βάση τις αποδοχές του Προϊσταμένου Διεύθυνσης, αντί εκείνων του Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης, με βάση τις οποίες είχε αρχικά συνταξιοδοτηθεί, επειδή η απόφαση επιλογής και τοποθέτησής του σε θέση Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης ακυρώθηκε με απόφαση του ΣτΕ. Στο πλαίσιο της υποχρέωσης συμμόρφωσής της προς τις δικαστικές αποφάσεις, η Διοίκηση υποχρεούται όχι μόνο να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφισταμένη στο νομικό κόσμο την ακυρωθείσα διοικητική πράξη, αλλά και να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής κατάστασης, η οποία προέκυψε αμέσως ή εμμέσως από την πράξη αυτή, ανακαλώντας ή τροποποιώντας τις εν τω μεταξύ εκδοθείσες πράξεις ή εκδίδοντας νέες με αναδρομική ισχύ, προκειμένου να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν, εάν εξαρχής δεν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη ή δεν είχε λάβει χώρα η ακυρωθείσα παράλειψη. Δεδικασμένο από τη ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ ως προς το κύρος διοικητικής πράξης, που έχει προσβληθεί ενώπιόν του. Το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν έχει εξουσία να εκφέρει διαφορετική κρίση, λόγω και της λειτουργικής συνέχειας της υπαλληλικής με τη συνταξιοδοτική σχέση, όσον αφορά τον αναδρομικό επαναπροσδιορισμό του ύψους της σύνταξης. Ακόμη και μετά την πάροδο μακρού χρόνου, δεν γεννώνται ζητήματα αντίθεσης προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης ή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή άλλης συνταγματικής τάξης αρχή. Η έλλειψη υπαιτιότητας στο πρόσωπο του συνταξιούχου δεν ασκεί έννομη επιρροή κατά τον αναδρομικό επανακανονισμό της σύνταξής του ούτε μπορεί να περιορίσει τα αποτελέσματα αυτής της τροποποιητικής συνταξιοδοτικής πράξης, μεταβάλλοντας το χρονικό σημείο στο οποίο ανατρέχει η νέα συνταξιοδοτική του κατάσταση, αλλά μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο στο στάδιο προσβολής της σχετικής καταλογιστικής πράξης περί ανάκτησης των αχρεωστήτως ληφθέντων ποσών σύνταξης. Μειοψηφία: στις περιπτώσεις που η ακυρωθείσα κατ’ επίκληση δικαστικής ακύρωσης πράξη υπηρεσιακής εξέλιξης επιδρά στη νομιμότητα ήδη εκδοθείσας και από ικανού χρόνου εφαρμοζόμενης πράξης κανονισμού σύνταξης, επιβάλλοντας τη μερική τροποποίησή της, οι αντανακλαστικές συνταξιοδοτικές συνέπειες μείωσης της σύνταξης πρέπει να επέρχονται (εν όψει των συνταγματικών αρχών της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, αλλά και των εν τω μεταξύ ήδη διαμορφωθεισών για τον καλόπιστο συνταξιούχο πραγματικών συνθηκών) από τον χρόνο έκδοσης της τροποποιητικής συνταξιοδοτικής πράξης και όχι αναδρομικά από τον χρόνο αποχώρησης του συνταξιούχου από την ενεργό υπηρεσία. Απορρίπτει την έφεση.
Έφεση πρώην υπαλλήλου ΟΑΕΔ κατά της απόρριψης αίτησής του για κανονισμό σύνταξης, με το ειδικό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων, ως πατέρας ανηλίκου τέκνου με θεμελίωση εικοσιπενταετίας το έτος 2010. Διαφορετική συνταξιοδοτική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών από τις διατάξεις του άρθρου 56 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι 31.12.2010 και εξακολουθούν να διέπουν το συνταξιοδοτικό καθεστώς όσων είχαν ήδη θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι 31.12.2010 με τη συμπλήρωση 25 ετών συντάξιμης υπηρεσίας. Δυσμενής διάκριση (4 παρ. 1 και 2 Συντ.) με μόνο κριτήριο το φύλο, που δεν δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος ή από λόγους που ανάγονται στην ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας των γυναικών σε θέματα μητρότητας, γάμου και οικογένειας ή σε καθαρά βιολογικές διαφορές που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων υπέρ αυτών. Αντίθεση και προς την αρχή της ισότητας αμοιβών, η οποία κατοχυρώνεται διαχρονικά στο ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 141 παρ. 2 της Συνθήκης του Άμστερνταμ και ήδη άρθρο 157 παρ. 2 ΣΛΕΕ). Ο καθορισμός διαφορετικών ηλικιακών ορίων ως προς τη συνταξιοδότηση ανδρών και γυναικών δεν δύναται να θεωρηθεί ως επιτρεπόμενο θετικό μέτρο υπό τις κρατούσες πλέον κοινωνικές συνθήκες. Προς αποκατάσταση της ίσης μεταχείρισης των δύο φύλων, για όσο χρονικό διάστημα διατηρείται σε ισχύ η δυσμενής αυτή διάκριση σε βάρος των ανδρών, πρέπει να επεκταθεί και στους άνδρες υπαλλήλους η ευνοϊκότερη ρύθμιση που ισχύει για τις γυναίκες Δέχεται την έφεση, ακυρώνει και αναπέμπει.
Έφεση ενηλίκου και ανίκανου προς εργασία τέκνου αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου. Απόρριψη αιτήματος για ακύρωση πράξης απορριπτικής αίτησής του που αφορά σε κανονισμό σε αυτό σύνταξης κατά μεταβίβαση, με την αιτιολογία ότι κατά το χρόνο θανάτου του πατέρα του ήταν διαζευγμένος και, επομένως, δεν θεμελιώνεται υπέρ αυτού δικαίωμα σύνταξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις της περ. β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του π.δ. 169/2007. Προϋπόθεση για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος από ορφανό άρρεν τέκνο στρατιωτικού συνταξιούχου, ανεξαρτήτως της ηλικίας στην οποία ευρίσκεται κατά το χρόνο επαγωγής του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος, είναι η αγαμία, διότι σκοπός της ως άνω διάταξης είναι η παροχή προστασίας σε εκείνα μόνο τα ορφανά τέκνα που εξακολουθούν να διαμένουν στην πατρική οικογένεια χωρίς αυτονόμηση και ανεξαρτητοποίηση και τα οποία ο αποβιώσας συνταξιούχος πατέρας τους προστάτευε μέχρι το θάνατό του, στο πλαίσιο της φυσικής και ηθικής υποχρέωσης που έχουν οι γονείς προς τα τέκνα. Η αποσύνδεση από την πατρική οικογένεια δεν αίρεται από τη λύση του γάμου, με την οποία (λύση) το άτομο υπεισέρχεται αυτόματα στη νομική κατάσταση της διάζευξης, ώστε να αναβιώσουν συνταξιοδοτικά δικαιώματα, συνδεόμενα με την προηγούμενη κατάσταση της αγαμίας, υπό το καθεστώς της οποίας το άτομο τελούσε σε σχέση εξάρτησης και προστασίας από την πατρική οικογένεια. Συνεκτιμωμένου του προνοιακού χαρακτήρα της επίμαχης συνταξιοδοτικής παροχής και της συνακόλουθης ευρείας ευχέρειας που διαθέτει ο νομοθέτης κατά τη θέσπιση των προϋποθέσεων μεταβίβασης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δεν θίγεται η αρχή της αναλογικότητας για το λόγο ότι οι προϋποθέσεις αυτές έχουν τεθεί κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό, συνάδουν με τον σκοπό, για τον οποίο τέθηκαν, χωρίς να είναι προδήλως ακατάλληλες ή απρόσφορες ή να υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού μέτρο.
Έφεση πρώην Αρχιφύλακα της ΕΛΑΣ. Ακύρωση πράξης, με την οποία απορρίφθηκε αίτημά του για κανονισμό σε αυτόν στρατιωτικής σύνταξης, ως συνέπεια αναδρομικής ανάκλησης της απόφασης κατάταξής του στην ΕΛΑΣ, λόγω πλαστότητας του προσκομισθέντος τίτλου σπουδών. Η αφαίρεση από τη συντάξιμη υπηρεσία του εκκαλούντος του χρόνου που παρασχέθηκε στο Δημόσιο, συνεπεία της ανάκλησης της πράξης κατάταξής του στην ΕΛΑΣ μετά πάροδο μακροτάτου χρόνου από αυτήν και ανεξαρτήτως της υπαιτιότητάς του στην πρόκληση ή υποβοήθηση του παράνομου διορισμού, αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 α΄ και δ΄ του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ελλείψει νομοθετικής διάταξης για τον προσδιορισμό της καταβλητέας στον εκκαλούντα σύνταξης, η εύλογη ποσοτικά σχέση που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των αποδοχών ενεργείας που λάμβανε και εκείνων που προσδιορίζονται από τη συνταξιοδοτική διοίκηση ως συντάξιμες πρέπει να υπολογιστεί όχι με βάση τις πράγματι καταβαλλόμενες σε αυτόν αποδοχές (του βαθμού του Αρχιφύλακα, στον οποίο είχε προαχθεί πριν από την απομάκρυνσή του), αλλά με βάση εκείνες που αντιστοιχούν στον κατώτερο βαθμό της Κατηγορίας Β΄ του άρθ. 124 του ν. 4472/2017, ήτοι στο βαθμό του Αστυφύλακα (που αποτελεί τον πρώτο βαθμό, με τον οποίο κατατάσσονται τα μόνιμα στελέχη της ΕΛΑΣ της ανωτέρω Κατηγορίας), εφαρμοζομένων αναλόγως των σχετικών διατάξεων που αφορούν στις αποδοχές της Κατηγορίας αυτής και αφού ληφθεί υπόψη η αντίστοιχη υπηρεσιακή του εξέλιξη σύμφωνα με τα έτη υπηρεσίας του στην ΕΛΑΣ.
Συνταξιούχοι βουλευτές.Υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου αν κατά την ορθή έννοια των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 55 του ν. 4387/2016, στον νέο δημόσιο ασφαλιστικό φορέα (ΕΦΚΑ και ήδη e- ΕΦΚΑ) εντάσσονται ή όχι και οι βουλευτές που είχαν εκλεγεί πριν από την θέση σε ισχύ του ν. 4093/2012 και την από 1.1.2013 μεταβολή του συστήματος των βουλευτικών συντάξεων και εν γένει οι βουλευτές που εμπίπτουν στις διατάξεις του ν.δ/τος 99/1974, καθώς και οι προς αυτούς εξομοιούμενοι. Επί θετικής απάντησης, περαιτέρω ερώτημα για τρόπο υπολογισμού των συντάξεων των βουλευτών που εμπίπτουν στο ν.δ. 99/1974 και των προς αυτούς εξομοιούμενων. Εάν γίνει δεκτό ότι οι συνταξιούχοι βουλευτές κατ’ αρχήν εμπίπτουν στο πλαίσιο απονομής συνταξιοδοτικών παροχών του ν. 4387/2016 περαιτέρω ερωτήματα για τους βουλευτές που έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα υπό την ισχύ του ν.δ/τος 99/1974 και συμπληρώνουν το όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξής τους μετά την δημοσίευση του ν. 4387/2016, για τους βουλευτές που έχουν υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης πριν από την δημοσίευση του τελευταίου αυτού νόμου και γενικά αν οι συντάξεις των βουλευτών που πληρούν τους όρους καταβολής της σύνταξης μετά την θέση σε ισχύ του ν. 4387/2016, πρέπει να υπολογίζονται με βάση το νέο σύστημα κανονισμού συντάξεων, ήτοι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 β και γ, 7, 8 και 94 παρ. 2 αυτού, ανεξαρτήτως του χρόνου θεμελίωσης του δικαιώματος και υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης.
Τιτλος: Σύνταξη κατά μεταβίβαση σε διαζευγμένη σύζυγο αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου εφόσον ο αποβιώσας πρώην σύζυγος, κατά τον χρόνο του θανάτου του, είχε αναλάβει έναντι της πρώην συζύγου του νομική υποχρέωση καταβολής διατροφής. Αναλογικότητα της επίμαχης προϋπόθεσης. Βάρος απόδειξης. Προθεσμία έφεσης.
Περίληψη: Έφεση κατά πράξης απορριπτικής αίτησης κανονισμού σύνταξης κατά μεταβίβαση σε διαζευγμένη σύζυγο αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου. Θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε πρώην συζύγους θανόντων πολιτικών ή στρατιωτικών υπαλλήλων ή συνταξιούχων του Δημοσίου, εφόσον, μεταξύ άλλων, ο αποβιώσας πρώην σύζυγος, κατά τον χρόνο του θανάτου του, είχε αναλάβει έναντι του πρώην συζύγου του νομική υποχρέωση καταβολής διατροφής, καθορισμένης είτε με δικαστική απόφαση είτε με σύμβαση, γραπτή ή προφορική. Τέτοια σύμβαση μπορεί να συναφθεί και προφορικά, πρέπει, όμως, να αποδεικνύεται από τον αιτούντα τη χορήγηση σύνταξης και φέροντα το βάρος απόδειξης δικαιούχο πρώην σύζυγο με κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο. Δεν αρκεί να εκκρεμεί ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων αίτηση για την επιδίκαση διατροφής, έστω και εάν δεν έχει εισέτι εκδοθεί η σχετική, δικαστική απόφαση, καθόσον, σύμφωνα με την αρχή της στενής ερμηνείας των συνταξιοδοτικών διατάξεων, δεν επιτρέπεται διασταλτική ερμηνεία, ώστε να καθίστανται ευνοϊκότερες οι προϋποθέσεις χορήγησης ορισμένης συνταξιοδοτικής παροχής. Ενόψει του προνοιακού χαρακτήρα της ένδικης συνταξιοδοτικής παροχής, η θέσπιση της επίμαχης προϋπόθεσης για τη θεμελίωση του δικαιώματος της διαζευγμένης συζύγου στη σύνταξη του αποβιώσαντος πρώην συζύγου της δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Απορρίπτει έφεση και παρέμβαση.
Κανονισμός σύνταξης, με βάση τις διατάξεις του ν. 4387/2016, μετά την παραπεμπτική στο Τμήμα 2020/2020 απόφαση της Ολομέλειας. Οριακός δικαστικός έλεγχος. Κρίση περί της ύπαρξης «εύλογης αναλογίας» μεταξύ σύνταξης και μεσαίου μεγέθους αποδοχών ενεργείας στρατιωτικής συνταξιούχου. Προσδιορισμός του αριθμητικού ποσοστού αναλογίας μεταξύ σύνταξης και αποδοχών ενεργείας πέραν του οποίου, κατά τρόπο κατάδηλο, η αναλογία παύει να είναι εύλογη, σε 45%. Ειδικότερη γνώμη. Δέχεται εν μέρει. Παραπέμπει την υπόθεση στην αρμόδια Διεύθυνση του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης προκειμένου να κανονισθεί σύνταξη στην εκκαλούσα, μη υπολειπόμενη ποσοστού 45% επί των τελευταίων αποδοχών ενεργείας της.
Η προϋπόθεση της διάρκειας τουλάχιστον έξι μηνών του εξ ανασυστάσεως γάμου, προκειμένου να μεταβιβασθεί η σύνταξη του θανόντος στον επιζώντα σύζυγο, δεν είναι εφαρμοστέα διότι εισάγει αδικαιολόγητη – αντίθετη στην αρχή της ισότητας - δυσμενή διάκριση των εξ ανασυστάσεως γάμων που δεν έχουν συμπληρώσει διάρκεια έξι μηνών σε σχέση με εκείνους που έχουν διαρκέσει τουλάχιστον έξι μήνες.
Δεν συνιστούν αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος των διαζευγμένων υιών στρατιωτικών συνταξιούχων οι εξαιρετικές διατάξεις που επιτρέπουν την μεταβίβαση της γονικής σύνταξης μόνο σε διαζευγμένες θυγατέρες αυτών, αφού αποτελούν επιτρεπτά κατά το Σύνταγμα θετικά μέτρα αποσκοπώντα στην προστασία των γυναικών που κατά το παρελθόν είχαν μειωμένες ευκαιρίες πρόσβασης στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή. Επεκτατική ισότητα. Οι ευνοϊκές αυτές διατάξεις δεν μπορούν να επεκταθούν και στους διαζευγμένους υιούς στρατιωτικών συνταξιούχων.
H κατάργηση, με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 4488/2017, της περίπτωσης β΄ του άρθρου 62 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, συνεπαγόμενη την απόληψη από τον επίορκο, παρανομήσαντα σε βάρος του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και καταδικασθέντα υπάλληλο, σύνταξης του αυτού ύψους με τον ευόρκως υπηρετήσαντα υπάλληλο, αντίκειται στην προβλεπόμενη στην παρ. 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος αρχή της ισότητας και στην απορρέουσα από αυτή αρχή της αξιοκρατίας, καθώς εξομοιώνει, κατά παραβίαση των αρχών αυτών, ανόμοιες καταστάσεις. Το Δικαστήριο δύναται να περιορίσει τη σύνταξη του επίορκου υπαλλήλου κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στην Ολομέλεια.
Στέρηση σύνταξης δυνάμει των άρθρων 62 και 64 του ΚΠΣΣ. Η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 62 περ. β΄ του Συνταξιοδοτικού Κώδικα εφ’ όρου ζωής ολική στέρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, που επιβάλλεται αυτοδίκαια λόγω της αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για συγκεκριμένα αδικήματα, συνιστά κύρωση η οποία δεν τελεί σε σχέση δίκαιης ισορροπίας προς τον επιδιωκόμενο με τη διάταξη αυτή σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ούτε τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με αυτόν. Το Δικαστήριο ακυρώνει την πράξη κανονισμού σύνταξης στη σύζυγο του εκκαλούντος χωρίς να υποχρεούται να ορίσει τον κανονισμό στον εκκαλούντα μειωμένης σύνταξης κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας (αντίθετη μειοψηφία).
Παραπομπή προδικαστικών ερωτημάτων στην Ολομέλεια : α) αν η κατ’ εξαίρεση θεσπισθείσα με τη διάταξη της παραγράφου 5α του άρθρου 2 του ν. 4151/2013 ετήσια προθεσμία προσβολής της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης ενστάσεων, που κατά τον χρόνο δημοσίευσης του νόμου αυτού (29.4.2013) εκκρεμούσαν για εκδίκαση ενώπιον της καταργούμενης Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, καταλαμβάνει τις σιωπηρές απορρίψεις ενστάσεων που συντελέστηκαν - μετά πάροδο τριμήνου από την υποβολή τους - από 12.4.2012 και μετά, οπότε και ίσχυε η συντομότερη προθεσμία των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4002/2011, β) αν πραγματικά περιστατικά, όπως της κρινόμενης υπόθεσης, δικαιολογούν, κατ’ εφαρμογή των αρχών της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και της αναλογικότητας, την κάμψη του πάγιου κανόνα της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 169/2007), σύμφωνα με τον οποίο η συντάξιμη υπηρεσία του τακτικού υπαλλήλου υπολογίζεται από την ανάληψη της υπηρεσίας, εφόσον αυτή έλαβε χώρα μετά πάροδο τριάντα ημερών από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προκειμένου αυτή να υπολογιστεί από την ως άνω δημοσίευση.
Στερείται αυτοτέλειας και είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη αγωγή αποζημίωσης που ασκήθηκε, κατά παράκαμψη της καθοριζόμενης διαδικασίας στο άρθρο 66 του (τότε ισχύοντος) Συνταξιοδοτικού Κώδικα, σε χρόνο προγενέστερο της 4ης.7.2006, ήτοι πριν προβλεφθεί η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και στις δίκες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρο 11 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπάλληλος διετέλεσε νόμιμα σε κατάσταση αργίας, κατόπιν άσκησης ποινικής δίωξης για αδίκημα που δύναται να επιφέρει την έκπτωσή του από την υπηρεσία, δεν θεωρείται συντάξιμος και δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της συνολικής συντάξιμης υπηρεσίας του, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επακολούθησε η αθώωσή του, η δε απονομή χάριτος ενεργεί μόνο για το μέλλον και δεν επηρεάζει την εγκυρότητα και νομιμότητα της θέσης σε αργία.
Απαγόρευση της πολυθεσίας στο Δημόσιο. Οι συνταξιούχοι του Δημοσίου και οι συνταξιούχοι του δημόσιου τομέα (κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 του ν.1256/1982) οι οποίοι υπηρετούν ή προσλαμβάνονται ως υπάλληλοι του Δημοσίου και λαμβάνουν συγχρόνως τόσο τις αποδοχές της θέσης τους όσο και τη σύνταξή τους (από ίδιο δικαίωμα ή κατά μεταβίβαση) δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τον χρόνο εργασίας τους ως συντάξιμο.
Η χρονική διάρκεια γάμου ως προϋπόθεση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού κατά μεταβίβαση δικαιώματος υπέρ του επιζώντος συζύγου θανόντος πολιτικού συνταξιούχου του Δημοσίου. Εξαίρεση σε περίπτωση νομικού κωλύματος που εμπόδιζε την τέλεση γάμου αν έχει προηγηθεί μακροχρόνια ελεύθερη συμβίωση των μετέπειτα συζύγων.
Κανονισμός σύνταξης ανδρός υπαλλήλου δυνάμει της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 56 ΚΠΣΣ, όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Η διαφορετική συνταξιοδοτική μεταχείριση ανδρών και γυναικών αναφορικά με το έτος συνταξιοδότησης (60ο έτος για τους άνδρες και 58ο για της γυναίκες) συνιστά δυσμενή διάκριση εις βάρος των πρώτων έναντι των δευτέρων, με μόνο κριτήριο το φύλο τους, η οποία δεν δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος.
Μη νόμιμη η άρνηση της συνταξιοδοτικής διοίκησης να κανονίσει σύνταξη κατά μεταβίβαση στην εκκαλούσα ως διαζευγμένη άγαμη θυγατέρα του θανόντος πολιτικού συνταξιούχου πατρός της (πρώην εφημέριος). Όμως παρίσταται αλυσιτελής η αναπομπή της υπόθεσης στη διοίκηση καθότι η εκκαλούσα δεν πληρούσε κατά το χρόνο της επαγωγής το προβλεπόμενο από τις εφαρμοζόμενες διατάξεις, στην υπό κρίση περίπτωση, ηλικιακό όριο, προϋπόθεση που είναι αντικειμενική, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Τμήμα υπό το φως του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 ΕΣΔΑ.
Απόρριψη αιτήματος κανονισμού σύνταξης κατά μεταβίβαση σε άγαμη θυγατέρα αποβιώσαντος πολιτικού υπαλλήλου. Ενόψει της σοβαρότητας του διακυβεύματος, και υπό το φως των άρθρων 3 και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 ΠΠΠ της Σύμβασης, η αιτούσα δύναται να αμφισβητήσει το ύψος του εισοδήματός της που προσδιορίστηκε από την συνταξιοδοτική διοίκηση τεκμαρτώς. Δεκτή η έφεση λόγω αοριστίας της αιτιολογίας ότι η εκκαλούσα διέθετε κατά το χρόνο της επαγωγής εισόδημα ανώτερο του κατώτατου ορίου σύνταξης του Δημοσίου.
Άρθρο 23 π.δ/τος 166/2000 (Α΄ 153). Το τραύμα ή η νόσος προέρχεται εξαιτίας της υπηρεσίας όταν προκαλούνται από αίτια που οφείλονται στην όλη κατάσταση στην οποία διατελεί ο δημόσιος λειτουργός λόγω της ιδιότητάς του αυτής και των συναφών υπηρεσιακών του υποχρεώσεων, μεταξύ δε της υπηρεσίας και του παθήματος πρέπει να εντοπίζεται αιτιώδης σύνδεσμος κατά τρόπο πρόδηλο και μη επιδεχόμενο καμία αμφισβήτηση.
H διαζευγμένη θυγατέρα συνταξιούχου σιδηροδρομικού υπαλλήλου, ο πατέρας της οποίας απεβίωσε από 21.7.2010 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν.3865/2010) και εφεξής, δεν θεμελιώνει δικαίωμα εκ μεταβιβάσεως σύνταξης από το Δημόσιο. Οι εν λόγω διατάξεις δεν αντίκεινται στα άρθρα 4 και 25 του Συντάγματος και 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ
Ευνοϊκότερες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης γυναικών (άρθρο 56 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, ως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του από 1.1.2011 με το ν. 3865/2010 και εφαρμόζεται επί όσων είχαν ήδη θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι την 31η.12.2010). Παραβίαση της αρχής της ισότητας (άρθρα 4 παρ. 1 Συντάγματος, 157 παρ. 2 ΣΛΕΕ). Επεκτατική εφαρμογή επί των ανδρών υπαλλήλων (μειοψηφία).
Κανονισμός χορηγίας - προϋποθέσεις. Δεν συνυπολογίζεται ο χρόνος κατά τον οποίο ο αιτούμενος χορηγία παρείχε δημόσια υπηρεσία και ο οποίος υπολογίσθηκε για τον κανονισμό της σύνταξής του ως δημοσίου υπαλλήλου.
Έφεση – Συντάξεις-προϋποθέσεις συνταξιοδότησης– Προϋποθέσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος υπό τον ν.2084/1992 – Όριο ηλικίας ως προϋπόθεση θεμελίωσης - υπάλληλος γονέας ανήλικου τέκνου – αναγνώριση πλασματικού χρόνου τέκνου και χρόνου άδειας άνευ αποδοχών λόγω ανατροφής τέκνου – χρονικό διάστημα λογιζόμενο ως συντάξιμος χρόνος ολόκληρου έτους
Άρθρα 62 περ. β και 63 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (όπως ίσχυαν πριν τροποποιηθούν με τα άρθρα 3 του ν.4151/2013, καθώς και 2 και 5 του ν.4488/2017). Οριστική απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος - πλήρης αναστολή του έως τη λήξη επιβληθείσας ποινής κάθειρξης. Οι διατάξεις αυτές αντίκεινται στα άρθρα 25 παρ 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.
Κρίση ουσίας του Δικαστηρίου επί αιτήματος συνταξιοδότησης στρατιωτικού ως παθόντος προδήλως και αναμφισβητήτως εξαιτίας της υπηρεσίας, ένεκα αλλεπάλληλων πλημμελώς αιτιολογημένων γνωματεύσεων της ΑΣΥΕ.
Θάνατος αστυνομικού, κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας, προδήλως και αναμφισβητήτως εξαιτίας αυτής. Κανονισμός εκ μεταβιβάσεως σύνταξης στον πατέρα του. Έννοια διατεταγμένης υπηρεσίας. Μπορεί να παρασχεθεί και κατά τη διάρκεια κανονικής άδειας.
Πενταετής αποσβεστική προθεσμία άσκησης συνταξιοδοτικού δικαιώματος (άρθρο 3 παρ. 3 και 12 του ν. 3075/2002): οι σχετικές διατάξεις αντίκεινται στο άρθρο 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες.
Άρθρο 12 του ν. 3863/2010: προϋπόθεση για εκ μεταβιβάσεως σύνταξη επιζώντος συζύγου θανόντος στρατιωτικού συνταξιούχου του Δημοσίου, που είχε την ιδιότητα αυτή κατά την τέλεση του γάμου, από τον οποίο δεν αποκτήθηκε τέκνο: πενταετούς διάρκειας έγγαμη συμβίωση, στην οποία δεν προσμετράται τυχόν προηγηθείσα μακροχρόνια ελεύθερη συμβίωση των μετέπειτα συζύγων, εκτός εάν υπήρχε νομικό κώλυμα για την τέλεση του επιγενόμενου γάμου. Τα αυτά ισχύουν και σε περίπτωση αναπηρίας του επιζώντος συζύγου. Οι εν λόγω διατάξεις δεν αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος και 12 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α..
Αναγνώριση πλασματικού χρόνου λόγω παιδιών ως χρόνου «πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας» γυναικών υπαλλήλων (άρθρο 6 παρ. 12 του ν. 3865/2010, όπως αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 4002/2011): οι διατάξεις αυτές δεν καταλαμβάνουν τις γυναίκες υπαλλήλους που είχαν ήδη αποχωρήσει κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος τους από την υπηρεσία (21.7.2010), ανεξαρτήτως αν η αποχώρησή τους ήταν εκούσια ή ακούσια, χωρίς να έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα (μειοψηφία).
Κατά μεταβίβαση σύνταξη πρώην συζύγου αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου: προϋπόθεση η κατά τον χρόνο θανάτου του πρώην
συζύγου λήψη απ’ αυτόν διατροφής, ορισθείσας με δικαστική απόφαση ή με σύμβαση μεταξύ αυτών (άρθρο 4 του ν. 3232/2004). Μειοψηφία.
Σύνταξη χήρας και τέκνων στρατιωτικού, ο οποίος απεβίωσε στην υπηρεσία από τραύμα ή νόσο που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας αυτής - Προϋποθέσεις.
Διάσταση μεταξύ υπηρεσιακής και συνταξιοδοτικής διοίκησης αναφορικά με τον χρόνο προϋπηρεσίας πολιτικού συνταξιούχου. Δεν παραβιάζεται η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης διότι : α) ο κανονισμός της σύνταξης είναι αυτοτελής διαδικασία, διακεκριμένη απολύτως από την υπηρεσιακή και μισθολογική εξέλιξη, β) ο χρόνος που αναγνωρίζεται ως συντάξιμος καθορίζεται με ειδική και απολύτως σαφή διάταξη συνταξιοδοτικού περιεχομένου, γ) η «διαβεβαίωση» της διοίκησης, ως μη προερχόμενη από τα αρμόδια συνταξιοδοτικά όργανα, δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει εύλογη πεποίθηση ως προς το συνταξιοδοτικό δικαίωμα, δ) δεν νοείται, κατ’ εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επέκταση της παρανομίας ενεργειών της διοίκησης και μετά την απομάκρυνση του υπαλλήλου από την υπηρεσία.
Άρθρο 58 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Περιορισμός της πολυθεσίας και της πολυαπασχόλησης στο πλαίσιο του δημοσίου τομέα. Ως τέτοιος νοείται ο δημόσιος τομέας που προσδιορίζεται με τα κριτήρια του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982 (όπως αυτό ίσχυε προ της επαναοριοθέτησης του δημόσιου τομέα με τον ν. 1892/1990), η συνδρομή των οποίων πρέπει να επαληθεύεται όχι μόνο κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 1256/1982 αλλά και κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Άρθρο 60 Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν προσέβαλε με έφεση την τεκμαιρόμενη σιωπηρή απόρριψη ένστασης ενώπιον της ΕΕΠΚΣ αλλά επέλεξε να αναμείνει την έκδοση ρητής απόφασης, τα οικονομικά αποτελέσματα της κανονιζόμενης ή αναπροσαρμοζόμενης με την απόφαση του Δικαστηρίου σύνταξης εκτείνονται μέχρι τρία έτη αναδρομικώς από την πρώτη του μήνα κατά τον οποίο εκδόθηκε η ακυρούμενη ρητή απόφαση της Επιτροπής.
Ανάκληση διορισμού υπαλλήλου λόγω πλαστογραφίας του πτυχίου. Το ΓΛΚ υποχρεούται να χορηγήσει σύνταξη παρά το δόλιο του υπαλλήλου λόγω παρόδου μακρού χρόνου κατά τον οποίο παρείχε εργασία. Αρχή της αναλογικότητας, της προβλεψιμότητας και της σαφήνειας. Μειοψηφία υπέρ του κανονισμού μειωμένης σύνταξης.
Άγαμη αδελφή - όταν ο αποβιώσας υπάλληλος δεν καταλείπει σύζυγο και τέκνα η άγαμη αδελφή του δεν δικαιούται να της μεταβιβαστεί η σύνταξη του αδελφού της κατ’ άρθρο 6 Συντ. Κώδικα, εφόσον ο πατέρας της είναι εν ζωή και οι γονείς της δεν έχουν πάρει διαζύγιο – έννοια απορίας – εφόσον ο θάνατος υπαλλήλου Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. επέρχεται μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου 12 του ν.4387/2016 (από 12.5.2016), η άγαμη αδελφή θανόντος υπαλλήλου δεν περιλαμβάνεται πλέον μεταξύ των προσώπων υπέρ των οποίων θεσπίζεται κατά μεταβίβαση συνταξιοδοτικό δικαίωμα, χωρίς η ρύθμιση αυτή να αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 (σεβασμός της αξίας του ανθρώπου), 21 (προστασία υγείας, προσώπων με ειδικές ανάγκες και οικογένειας) και 25 (αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου-καθήκον κοινωνικής αλληλεγγύης) - τα συνταξιοδοτικά όργανα δεν έχουν τη νόμιμη ευχέρεια, όταν κρίνουν το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του υπαλλήλου, κατ' άσκηση παρεμπίπτοντος ελέγχου, να μεταβάλλουν το ουσιαστικό περιεχόμενο της υπηρεσιακής του κατάστασης.
Αιρετός πρόεδρος κοινότητας που δεν έχει συμπληρώσει συνολική πραγματική υπηρεσία προέδρου και κοινοτικού συμβούλου είκοσι (20) ετών, εκ των οποίων μία πλήρη τετραετία αιρετού προέδρου, δεν δικαιούται μηνιαία χορηγία από το Δημόσιο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 19 του ν.3513/2006. Ναι μεν με τις διατάξεις αυτές δεν προσδόθηκε συνταξιοδοτική συνέπεια στη θητεία όσων διετέλεσαν τοπικοί σύμβουλοι όπως σ’ αυτούς που διετέλεσαν κοινοτικοί σύμβουλοι, όμως η διαφορετική αυτή μεταχείριση είναι δικαιολογημένη, καθόσον ανταποκρίνεται προς τα πραγματικά δεδομένα των συγκεκριμένων ανόμοιων περιπτώσεων.
Ισότητα των φύλων. Άρθρα 4 και 116 παρ.2 Σ και 157 ΣυνθΛΕΕ. Οι διατάξεις του άρθρου 40 παρ. 5 περ. β΄ εδ. β΄ του Σ.Κ. είναι εφαρμοστέα, όσον αφορά την προσμέτρηση, και στους άνδρες στρατιωτικούς με τρία τουλάχιστον παιδιά που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης, βάσει της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1β΄ του ν. 3865/2010, στο διπλάσιο του χρόνου υπηρεσίας τους σε μονάδες εκστρατείας ή τις λοιπές μονάδες και υπηρεσίες της παρ. 5 του άρθρου 40 του Σ.Κ., χωρίς τον πρόσθετο όρο της συμπλήρωσης 25ετούς πραγματικής υπηρεσίας, που προβλέπεται με το τρίτο εδάφιο μετά από την περ. γ΄ της ίδιας παραγράφου και που τίθεται, ανεπιτρέπτως κατά την αρχή της μη διάκρισης των δύο φύλων, μόνον σε βάρος των ανδρών (μειοψηφία).
Μη υπολογισμός ως συντάξιμου του χρόνου κατά τον οποίο ο εκκαλών είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα, οφειλόμενη σε πειθαρχικό παράπτωμα που
οδήγησε στην απόταξή του. Τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ).
Μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από το εθνικό σύστημα συνταξιοδότησης στο συνταξιοδοτικό σύστημα υπαλλήλων του ΝΑΤΟ.
άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 3075/2002 – πενταετής προθεσμία για την άσκηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος: οι εν λόγω διατάξεις αντίκεινται στο άρθρο 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Αρχή της τυπικής ασφάλισης. Προϋποθέσεις εφαρμογής. Ισχύει, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση εσφαλμένης υπαγωγής του καλόπιστου ασφαλισμένου σε ασφαλιστικό οργανισμό, αν δεν υφίσταται ρητή περί του αντιθέτου διάταξη που αποκλείει την αναγνώριση του επίμαχου χρόνου ως συντάξιμου, υπό την προϋπόθεση της διενέργειας σχετικών κρατήσεων, εφόσον βέβαια αυτές προβλέπονται νομοθετικώς.
Τεκμήριο κοινοποίησης των συνταξιοδοτικών πράξεων - σύμφωνη με τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ερμηνεία. Απαράδεκτο το αίτημα που υποβάλλεται το πρώτον με την έφεση. Η απόρριψη συνταξιοδοτικού αιτήματος λόγω μη συνδρομής των νομίμων
προϋποθέσεων δεν συνιστά επιβολή ποινής κατά την έννοια των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 4 του Έβδομου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και δεν αντίκειται στο άρθρο 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής.
Νομίμως κανονίστηκε στρατιωτική και όχι πολεμική σύνταξη σε χήρα αποβιώσαντος Υποπλοίαρχου του Πολεμικού Ναυτικού, ο οποίος τελούσε σε κατάσταση πολεμικής διαθεσιμότητας.
Άρθρο 60 Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Ως αφετηρία της τριετούς αναδρομής των οικονομικών αποτελεσμάτων της συνταξιοδοτικής πράξης λογίζεται η ημέρα έκδοσης της πράξης με την οποία απορρίφθηκε η σχετικώς υποβληθείσα αίτηση του συνταξιούχου.
Κατά μεταβίβαση σύνταξη άγαμης θυγατέρας αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου - τεκμαρτό εισόδημα (περίπτωση ββ΄ της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 3865/2010). Εφαρμογή των άρθρων 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 αυτής και το άρθρο 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής. Μειοψηφία.
Υπηρεσία στρατιωτικού που επανήλθε ως έφεδρος στην ενεργό υπηρεσία ύστερα από παραίτησή του προς ανακήρυξη αυτού ως υποψηφίου σε βουλευτικές εκλογές – η μη αναγνώρισή της ως συντάξιμης αντίκειται στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Σύνταξη πατρικής οικογένειας στρατιωτικού - προϋποθέσεις.
Σύνταξη μητέρας στρατιωτικού λόγω θανάτου του υιού της - προϋπόθεση η απορία αυτής. Σύμφωνη με τα άρθρα 2 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος ερμηνεία.