Κοινά Ζητήματα

Αίτηση αναστολής της επισπευδόμενης εις βάρος του αιτούντος e-Ε.Φ.Κ.Α. διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, λόγω της μη τήρησης της οριζόμενης από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3068/2002 προδικασίας, ήτοι διότι δεν επιδόθηκε εξήντα (60) ημέρες πριν από την έναρξη της διαδικασίας αυτής η προς εκτέλεση απόφαση του Τμήματος στον εκπρόσωπο του ως άνω αρμοδίου για την πληρωμή της απαίτησης ν.π.δ.δ. Δεκτή η αίτηση.

Αοριστία δικογράφου αγωγής για μνημονιακές περικοπές. Αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης αγωγή, καθώς όχι μόνο δεν προσδιορίζεται ο τρόπος υπολογισμού του αιτούμενου συνολικού ποσού, το οποίο δεν διαφοροποιείται για κανέναν από τους 50 ενάγοντες, αλλά και παραλλάσει με μεγάλες αποκλίσεις σε διάφορα σημεία του δικογράφου. Επιπλέον, δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένα σε ποιες επιμέρους συνταξιοδοτικές μειώσεις και για ποια χρονικά διαστήματα αντιστοιχούν τα προαναφερθέντα συνολικώς αιτούμενα ποσά. Συνέπεια αυτών είναι το μη εξαγόμενο από κάποιο μαθηματικό υπολογισμό (ώστε να μπορεί να λάβει χώρα η αντίστοιχη επαλήθευση) αίτημα της αγωγής να καθίσταται ασαφές και μη ορισμένο. Μάλιστα, η αοριστία αυτή συνομολογείται σε περισσότερα σημεία του δικογράφου, όπου αναφέρεται ότι το αιτούμενο ποσό ζητείται «μεσοσταθμικά» και «περίπου». Δεν είναι σαφές αν στην αγωγή υπάρχει αξίωση περί επιστροφής των περικοπών που αντιστοιχούν στην ΕΑΣ. Απορριπτέο ως απαράδεκτο και το αγωγικό αίτημα να αποκατασταθούν οι συντάξεις στο ύψος που θα ήταν, αν δεν είχαν εμφιλοχωρήσει, οι φερόμενες ως αντισυνταγματικές περικοπές, δεδομένου ότι αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι μόνο η καταψήφιση της αξιούμενης παροχής ή η αναγνώριση της αντίστοιχης αξίωσης και όχι η διάπλαση έννομης σχέσης δημοσίου δικαίου και μάλιστα για το μέλλον.

Μειοψηφία: Άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 και 13  της ΕΣΔΑ: δικαίωμα πλήρους, αποτελεσματικής και ταχείας δικαστικής προστασίας, αρχές της δίκαιης δίκης, της εύλογης διάρκειας αυτής και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης  και για τις αξιώσεις των συνταξιούχων του Δημοσίου, οι οποίες υπάγονται στα προστατευόμενα περιουσιακά δικαιώματα. Οι τιθέμενοι δικονομικοί κανόνες, μεταξύ των οποίων και οι όροι του παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος, πρέπει να υπηρετούν τις προαναφερθείσες αρχές, να ερμηνεύονται υπό το φως τους και όχι τυπολατρικά και να μην οδηγούν σε προσβολή του πυρήνα του δικαιώματος, ενόψει και της αρχής της αναλογικότητας. Κατά την εξέταση του παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος, το Τμήμα οφείλει να προβαίνει σε ορθή εκτίμηση και ερμηνεία του συνόλου του περιεχομένου του δικογράφου, ώστε να αποκαθίσταται το τυχόν ατελές της τυπικής διατύπωσής του, να ανευρίσκεται ο ακριβές του νόημα και να εξετάζονται κατά το δυνατόν κατ’ ουσίαν οι ισχυρισμοί του αιτουμένου δικαστικής προστασίας.

Ζήτημα αν συνταξιούχος βουλευτής δικαιούται το επίδομα του άρθρου 54 παρ. 5 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων. Αρχή ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Σ.), προστασία της αναπηρίας (άρθρο 21 παρ. 3 Σ.). Εφόσον για τον ενάγοντα συνταξιούχο βουλευτή συντρέχουν οι ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις (μεταμόσχευση νεφρού και ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%), όπως για τους πολιτικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς, στους οποίους εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, χορηγείται το προαναφερθέν επίδομα που υπολογίζεται σε ποσοστό 40% στο μηνιαίο βασικό μισθό του λοχαγού (άρθρα 1 παρ. 1 περ. α, 26 παρ. 1 περ. α και 54 παρ. 5 και 10 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα), δικαιούται και ο ενάγων το εν λόγω επίδομα. Παραγραφή των πέραν της πενταετίας αγωγικών αξιώσεων. Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να προσκομισθεί από τον e-EΦΚA αναλυτική βεβαίωση στην οποία να προσδιορίζεται το ποσό του προαναφερθέντος επιδόματος.

Το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος που θεσπίζει τη δικαιοδοσία ειδικού δικαστηρίου είναι στενώς ερμηνευτέο καθώς εισάγει εξαίρεση από τον γενικό κανόνα της δικαιοδοσίας επί των συνταξιοδοτικών διαφορών του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ως επίλυση νομικού ζητήματος σχετικού με τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών, νοείται μόνον η επίλυση ζητήματος που άπτεται του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος των συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών και όχι άλλων νομικών ζητημάτων που αφορούν συγχρόνως και για τον ίδιο λόγο και άλλες κατηγορίες συνταξιούχων. Διάκριση μεταξύ πρωτογενούς και παρακολουθηματικής δικαιοδοσίας για την επίλυση των συνταξιοδοτικών διαφορών συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών.

Εξαίρεση από το τεκμήριο της νομιμότητας. Η κατάταξη του υπαλλήλου στα μισθολογικά κλιμάκια, η οποία αποτελεί εκ των βασικών στοιχείων που απαρτίζουν τον συντάξιμο μισθό και συγκαθορίζει το ύψος της κανονιζόμενης σύνταξης, καθώς και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, ελέγχονται παρεμπιπτόντως, υπό την επιφύλαξη δεδικασμένου, από τη συνταξιοδοτική Διοίκηση και, μετά την άσκηση έφεσης, από το Δικαστήριο.

Έφεση – όρια ελέγχου της προσβαλλόμενης πράξης – αρχή μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος. Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης – όριο ηλικίας. Συντάξιμη υπηρεσία. Εάν ο υπάλληλος καταδικασθεί αμετακλήτως για αδίκημα από τα περιοριστικώς μνημονευόμενα στο άρθρο 8 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999, Α΄ 19), η έκπτωση αυτού από την υπηρεσία επέρχεται αυτοδικαίως από τη χρονολογία που η καταδικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη, κατά το χρονικό σημείο δε αυτό τερματίζεται, σε κάθε περίπτωση, η συντάξιμη υπηρεσία του​

Συνεκδίκαση αγωγών λόγω πρόδηλης συνάφειας, καθώς και για λόγους ταχύτερης και ασφαλέστερης διάγνωσης της υπόθεσης. Το Δικαστήριο προτάσσει την εξέταση της ασκηθείσας ως δεύτερης χρονικώς αγωγής δεδομένου ότι επ’ αυτής είχε ήδη εκδοθεί προδικαστική απόφαση για συμπλήρωση των στοιχείων του φακέλου. Κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι απαραδέκτως ασκείται δεύτερη αγωγή όταν υπάρχει ταυτότητα αντικειμένου των δύο αγωγών αλλά και κρίση περί του ότι εναρκτήρια πράξη για την επέλευση των ουσιαστικών και δικονομικών συνεπειών είναι η άσκηση της πρώτης αγωγής. Με την άσκηση της πρώτης αγωγής έχει ήδη απορρεύσει και η κατά το ουσιαστικό δίκαιο έννομη συνέπεια της τοκογονίας, η οποία επέρχεται με την κοινοποίηση της αγωγής στο εναγόμενο πρόσωπο. Η ακούσια άλλως εκ παραδρομής πρόταξη προς εκδίκαση από το Δικαστήριο και τα γραμματειακά όργανα αυτού της δεύτερης χρονικώς ασκηθείσας αγωγής θέτει το ζήτημα της απώλειας τόκων από τον χρόνο άσκησης της πρώτης αγωγής σε βάρος τους ενάγοντος. Η θεμιτή προσδοκία της επέλευσης της τοκογονίας από την άσκηση της χρονικά πρώτης αγωγής συνιστά περιουσιακό δικαίωμα κατά την έννοια της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Κατόπιν τούτων η έναρξη τοκογονίας της αξίωσης του ενάγοντος κατά την κρίση του Δικαστηρίου εκκινεί από την επίδοση στο εναγόμενο Δημόσιο της ασκηθείσας ως χρονικά πρώτης αγωγής, η οποία όμως τυγχάνει απορριπτέα ως άνευ αντικειμένου, καθότι έγινε ήδη δεκτή από το Δικαστήριο η χρονικώς ασκηθείσα ως δεύτερη αγωγή.    

Ανακοπή του Δημοσίου κατά επιταγής προς πληρωμή εκτελεστού απογράφου απόφασης του πρώην ΙΙ Τμήματος. Ο ισχυρισμός του Δημοσίου ότι για το διάστημα από 11-6-2015 έως 12-5-2016 επήλθε, δυνάμει του άρθρου 33 ν. 4734/2020, απόσβεση της επιδικασθείσας αξίωσης ερειδόμενης στην υποπ. Β3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4073/2012, πρέπει να είναι συγκεκριμένος σε εξατομικευμένο επίπεδο και να αποδεικνύεται η σχετική καταβολή αμέσως, άλλως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Έννοια κατάχρησης δικαιώματος.

Μη καταβολή του οικογενειακού επιδόματος του άρθρου 11 ν. 1505/1984 σε άνδρα πολιτικό συνταξιούχο για το λόγο ότι το επίδομα αυτό εισέπραττε η, πρώην δημόσιος υπάλληλος, σύζυγός του. Αντίκειται στα άρθρο 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος η καθιέρωση διακρίσεων μεταξύ υπαλλήλων που βρίσκονται στην ίδια οικογενειακή κατάσταση για τη λήψη του επιδόματος βάσει ειδικών προϋποθέσεων που δεν συνδέονται με την παρεχόμενη από αυτούς εργασία, αλλά, είτε με την παροχή ή όχι εργασίας του συζύγου του υπαλλήλου, είτε με το καθεστώς εργασίας του τελευταίου στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα – το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος αντιλαμβάνεται ως ισότιμη τη συμμετοχή των συζύγων στη δημιουργία της οικογένειας.

Παραπομπή προδικαστικών ερωτημάτων στην Ολομέλεια σχετικά με το αν απαιτείται ή όχι η καταβολή της οριζόμενης στο άρθρο 17 του ν. 2084/1992 συνταξιοδοτικής εισφοράς για την προσμέτρηση στη συντάξιμη υπηρεσία υπαλλήλου της προϋπηρεσίας που αναφέρεται στo άρθρο 12 παρ. 2 περ. γ΄ του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, εφόσον για την υπηρεσία αυτή δεν έχουν καταβληθεί εισφορές στο Δημόσιο ή σε άλλον ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης.

Το επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων χορηγείται στους δικαστικούς λειτουργούς για αντιστάθμιση πραγματικών δαπανών στις οποίες υποχρεώνονται εξαιτίας της υπηρεσίας τους, ενόψει δε του προεχόντως αποζημιωτικού του χαρακτήρα δεν λαμβάνεται υπόψη για τον κανονισμό ή την αναπροσαρμογή της σύνταξης τους.

Άρθρο 60 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Αν τα συνταξιοδοτικά όργανα αρνηθούν να καταβάλουν στον συνταξιούχο τα ποσά σύνταξης που δικαιούται, λόγω του χρονικού περιορισμού στην αναδρομική έκταση των οικονομικών αποτελεσμάτων των πράξεων κανονισμού σύνταξης, ο τελευταίος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση για να αποκατασταθεί η ζημία την οποία υπέστη από τη στέρηση της σύνταξής του για το πέραν της τριετίας χρονικό διάστημα.

Άρθρο 23 π.δ/τος 166/2000 (Α΄ 153). Το τραύμα ή η νόσος προέρχεται εξαιτίας της υπηρεσίας όταν προκαλούνται από αίτια που οφείλονται στην όλη κατάσταση στην οποία διατελεί ο δημόσιος λειτουργός λόγω της ιδιότητάς του αυτής και των συναφών υπηρεσιακών του υποχρεώσεων, μεταξύ δε της υπηρεσίας και του παθήματος πρέπει να εντοπίζεται αιτιώδης σύνδεσμος κατά τρόπο πρόδηλο και μη επιδεχόμενο καμία αμφισβήτηση.

Κατάργηση της ΕΕΠΚΣ. Στην κανονιστική εμβέλεια της μεταβατικής διάταξης της παρ.5α του άρθρου 2 του ν. 4151/2013 εμπίπτουν οι υποθέσεις τα συνταξιοδοτικά δεδομένα των οποίων δεν έχουν οριστικοποιηθεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Η αποστολή ενημερωτικού εγγράφου από το ΓΛΚ για τις θεωρούμενες ως σιωπηρώς απορριφθείσες «εκκρεμείς» ενώπιον της καταργηθείσας ΕΕΠΚΣ ενστάσεις, δεν μπορεί να αναβιώσει την προθεσμία άσκησης έφεσης.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Μείνετε συντονισμένοι για τα τελευταία νέα μας!