ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΩΝ

Καταλογισμός υπολόγου. Μεταγενέστερη αθωωτική ποινική απόφαση. Η ρητή άρνηση της Διοίκησης να εξετάσει κατ’ ουσίαν το αίτημα του αναιρεσιβλήτου για επανεξέταση του γενομένου σε βάρος του καταλογισμού, ύστερα από αθωωτική ποινική απόφαση, στερείται εκτελεστού χαρακτήρα εφόσον το εκδόν όργανο δεν προέβη σε νέα κατ’ ουσίαν έρευνα της υπόθεσης. Η δε ασκηθείσα έφεση πρέπει, εξ αυτού του λόγου, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.Εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η διοίκηση δεν είχε υποχρέωση να εξετάσει τα υποβληθέντα νέα στοιχεία ούτε να ανακαλέσει την καταλογιστική της απόφαση, καθόσον είχε εκπνεύσει η προθεσμία προσβολής της προς ανάκληση καταλογιστικής. Η προσβληθείσα άρνηση της Διοίκησης είναι εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας για ανάκληση της (αρχικής) καταλογιστικής απόφασης, χωρίς να πάσχει ακυρότητας και να γεννάται εξ αυτού ζήτημα αναπομπής της υπόθεσης στη διοίκηση, προκειμένου να εξετάσει το σχετικό αίτημα.Αντίθετη μειοψηφία – Τεκμήριο αθωότητας. Η καταλογίζουσα αρχή οφείλει να επιληφθεί εκ νέου της υπόθεσης, συνεκτιμώντας την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου και να εκφέρει αιτιολογημένη κρίση ως προς την ουσία του αιτήματος του καταλογισθέντος για επανεξέταση της υπόθεσής του. Η σχετική δε παράλειψη ή άρνηση της διοίκησης συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.

Συνεκδίκαση αγωγών λόγω πρόδηλης συνάφειας, καθώς και για λόγους ταχύτερης και ασφαλέστερης διάγνωσης της υπόθεσης. Το Δικαστήριο προτάσσει την εξέταση της ασκηθείσας ως δεύτερης χρονικώς αγωγής δεδομένου ότι επ’ αυτής είχε ήδη εκδοθεί προδικαστική απόφαση για συμπλήρωση των στοιχείων του φακέλου. Κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι απαραδέκτως ασκείται δεύτερη αγωγή όταν υπάρχει ταυτότητα αντικειμένου των δύο αγωγών αλλά και κρίση περί του ότι εναρκτήρια πράξη για την επέλευση των ουσιαστικών και δικονομικών συνεπειών είναι η άσκηση της πρώτης αγωγής. Με την άσκηση της πρώτης αγωγής έχει ήδη απορρεύσει και η κατά το ουσιαστικό δίκαιο έννομη συνέπεια της τοκογονίας, η οποία επέρχεται με την κοινοποίηση της αγωγής στο εναγόμενο πρόσωπο. Η ακούσια άλλως εκ παραδρομής πρόταξη προς εκδίκαση από το Δικαστήριο και τα γραμματειακά όργανα αυτού της δεύτερης χρονικώς ασκηθείσας αγωγής θέτει το ζήτημα της απώλειας τόκων από τον χρόνο άσκησης της πρώτης αγωγής σε βάρος τους ενάγοντος. Η θεμιτή προσδοκία της επέλευσης της τοκογονίας από την άσκηση της χρονικά πρώτης αγωγής συνιστά περιουσιακό δικαίωμα κατά την έννοια της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Κατόπιν τούτων η έναρξη τοκογονίας της αξίωσης του ενάγοντος κατά την κρίση του Δικαστηρίου εκκινεί από την επίδοση στο εναγόμενο Δημόσιο της ασκηθείσας ως χρονικά πρώτης αγωγής, η οποία όμως τυγχάνει απορριπτέα ως άνευ αντικειμένου, καθότι έγινε ήδη δεκτή από το Δικαστήριο η χρονικώς ασκηθείσα ως δεύτερη αγωγή.  

Μη νόμιμη άσκηση έφεσης με αποστολή δικογράφου στη γραμματεία μέσω εταιρείας ταχυμεταφορών δεν αποτελεί παραδεκτό τρόπο κατάθεσης αυτού (μειοψηφία) Η θέσπιση διαδικαστικών προϋποθέσεων δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α

Αποστολή δικογράφου έφεσης μέσω ταχυδρομείου σε δημόσια αρχή. Απαράδεκτη η έφεση που δεν ασκείται με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 52 του π.δ/τος 1225/1981, οι οποίες δεν αντίκεινται στο άρθρα 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. (μειοψηφία). 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Μείνετε συντονισμένοι για τα τελευταία νέα μας!